ἔχανε

ἔχανε
χάσκω
yawn
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… …   Dictionary of Greek

  • Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… …   Dictionary of Greek

  • ακρόστιχον — Φορολογία των Βυζαντινών, που επιβαλλόταν στην έγγεια ιδιοκτησία. Οι φορολογούμενοι καταγράφονταν στο λεγόμενο υπομνηστικόν κατάστιχον, που κρατούσε ο γενικός λογοθέτης. Ήταν τακτική εισφορά και εκείνος που δεν «εισεκόμιζε» το ποσό που του… …   Dictionary of Greek

  • αντίφαση — Σχέση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, δύο γεγονότα ή δύο κρίσεις, κατά την οποία αν αληθεύει ότι Α είναι Β, δεν μπορεί συγχρόνως να αληθεύει και ότι Α δεν είναι Β. Η αρχή της α., μαζί με την αρχή της ταυτότητας και την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου …   Dictionary of Greek

  • αργι- — με τη μορφή αργι εμφανίζεται ως α συνθετικό αρχαίων σύνθετων λέξεων το ομηρ. επίθετο αργός* (Ι), κυρίως με τη σημασία «στιλπνός, λαμπρός» (πρβλ. αργικέραυνος) αλλά και με τη σημασία «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. αργίπους). Εντύπωση στη σύνθεση… …   Dictionary of Greek

  • αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… …   Dictionary of Greek

  • δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… …   Dictionary of Greek

  • εκλέκτορας — Τίτλος –στα γερμανικά Kurfϋrsten– που έφεραν μερικοί από τους ηγεμόνες των γερμανικών κρατών και ορισμένοι εκκλησιαστικοί παράγοντες, οι οποίοι από το 1204 συμμετείχαν στην εκλογή του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το έτος αυτό,… …   Dictionary of Greek

  • επωβελία — ἐπωβελία, ἡ (Α) 1. φόρος οβολού σε κάθε δραχμή, φόρος τού έκτου μέρους ενός κεφαλαίου 2. χρηματική ποινή που πλήρωνε ο ενάγων στον εναγόμενο αν έχανε τη δίκη και δεν είχε με το μέρος του ούτε το ένα πέμπτο των ψήφων 3. πρόσθετο πρόστιμο ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”